παράσταθμος

παράσταθμος
παράσταθμ-ος, ον,
A deficient in weight,

νόμισμα Cod.Just.10.27.2.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράσταθμος — ον, Α 1. ελλιπής κατά το βάρος, λιποβαρής, λειψός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράσταθμον το έλλειμμα κακού ζυγίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ σταθμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”